Ξεκινήσαμε σαν γκάνγκστερ, νέοι , ζωντανοί και βίαιοι, να αδράξουμε όλα όσα κείτονταν μπροστά μας. Να αλλάξουμε τον ρου της ιστορίας, να βελτιώσουμε τον κόσμο, να περάσουμε σε μια νέα εποχή. Οπλιστήκαμε με το κουράγιο (το τόμμιγκαν της εποχής μας) και βγήκαμε στους δρόμους έτοιμοι να θερίσουμε με τις ιδέες μας κόσμο. Ένα δίδυμο Μπόνυ και Κλάϊντ, γυναίκες και άνδρες, με το σύνθημα του Μπόρις Βιάν στα χείλη. «Να καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους». Τους κακομούτσουνους εξουσιαστές που ναρκώνουν τον λαό μας. Τους καταστολείς πνεύματος και σώματος, τους δήμιους της αγνότητας, τους πλασιέ συνειδήσεων. Ultraviolence στον συντηρητισμό, στον πνευματικό ρατσισμό, στα πολεμικά πισωγυρίσματα. Μπήκαμε στο δάσος των Παλιών να το απαλλοτριώσουμε…
Και στην αρχή ήταν καλά… Ο κόσμος έδειχνε να προχωράει παραπέρα. Και αρκεστήκαμε με όσα του προσφέραμε. Νοιώσαμε ευτυχία και θελήσαμε…να αράξουμε. Να ξεκουραστούμε. Πόσο καιρό θα στεκόμασταν μόνοι σε ματωμένο χώμα; Πόσο καιρό θα ξεπλέναμε τα βρωμοπιστεύω τους από τα μυαλά των φίλων μας; Πόσο καιρό θα πολεμούσαμε χωρίς νοσταλγία για το σπίτι μας; Πόσο καιρό στην «παρανομία»;
Όμως ο κόσμος δε σταμάτησε. Το δάσος ήταν τεράστιο. Συνέχισε να προχωράει, να αναπλάθεται, να πυκνώνει… Νέα είδη ξεπετάχτηκαν, νέοι δρόμοι. Κι ένα πρωί (χιλιάδες χρόνια στην μνήμη μας πριν), χαθήκαμε. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Μας έλουσε αγωνία. Το παραμύθι δε το `χαμε γράψει έτσι, ο κακός ο λύκος υποτίθεται ότι θα πέθαινε στο τέλος. Αλλά ο κυνηγός δε φάνηκε. Τα ψίχουλα που ρίχναμε να μην χάσουμε τον δρόμο μας, τελειώσανε. Οι λύκοι έγιναν αγέλη και κατέβαιναν στις πόλεις λυσσασμένοι. Νύχτωσε και συνέχισε να νυχτώνει. Οι σκιές μας αγκάλιασαν και μείναμε χαμένοι. Κι ο κόσμος, χωρίς να νοιώθει κανένα αίσθημα ενοχής συνέχισε να προχωράει…
Πανικοβληθήκαμε. Μείναμε σα στήλη άλατος στην θέση μας και βλέπαμε τα καράβια της ζωής μας να φεύγουν. Γεράσαμε σε ένα βράδυ. Το πιο εφιαλτικό βράδυ της ζωής μας. Από Μπόνυ και Κλάϊντ γίναμε Χάνσελ και Γκρέτελ. Παιδιά γερασμένα από την ματαίωση. Κλάψαμε. Παρακαλέσαμε τον γαμημένο παραμυθά να τελειώσει την ιστορία τρόμου που έγραψε για μας. Μας κι αυτός συνέχισε να προχωράει… Η ιστορία δεν ήταν πια δικιά του.
Τόσο καιρό χαμένοι στο δάσος γίναμε φαντάσματα. Στοιχειώσαμε τον δρόμο μας. Και περιμένουμε. Περιμένουμε εσένα, περαστικέ, να σε στοιχειώσουμε με τις ιδέες μας. Εσένα φίλε μας και λυτρωτή, να ζήσουμε στην μνήμη σου. Να μας πιάσεις το χέρι και να μας οδηγήσεις έξω.
Ποιος όμως περνάει από δω χωρίς να φοβηθεί;
5 σχόλια:
Θα τον βρούμε το δρόμο μας, είναι μοιραίο. Τι διάολο; Θα κάψουμε το δάσος αν χρειαστεί και θα ελευθερωθούμε.
Όμορφο το κείμενό σου!
@Συνοδοιπορος
Δε το συζητάμε. Απλώς περιμένουμε το καλοκαίρι με τις φωτιές...
Στα λόγια μου έρχεσαι. Βλέπεις; Είναι κοντά λοιπόν ο καιρός... :)
κοκκινοσκουφίτσα καλεί σάικο!
@ kokalina
Κοκκινοσκουφίτσα τέλος. Στοπ. Γιαγιά σε κρίσιμη κατάσταση. Στοπ.
Ο λύκος έχει ξεφύγει. Στοπ.
Αναμένουμε ενισχύσεις. Στοπ.
Δημοσίευση σχολίου